- ἀποδόσει
- ἀπόδοσιςgiving backfem nom/voc/acc dual (attic epic)ἀποδόσεϊ , ἀπόδοσιςgiving backfem dat sg (epic)ἀπόδοσιςgiving backfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… … Dictionary of Greek